- προώδων
- προώδων,= προόδους (q.v.), Phryn.PSp.101 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προώδων — πρό ὁδάω export and sell imperf ind act 3rd pl προώδων , πρό ὁδάω export and sell imperf ind act 1st sg προώδων , πρό ὁδόω lead by the right way imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) προώδων , πρό ὁδόω lead by the right way imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προώδων — οντος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός τού οποίου τα δόντια εξέχουν προς τα έξω, ο προόδους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ώδων (< ὀδών / ὀδούς), πρβλ. αμφ ώδων. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek